- διηγητικός
- διηγητικός, -ή, -όν (Α)διηγηματικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διηγητικόν — διηγητικός masc acc sg διηγητικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηγητικοί — διηγητικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηγητικούς — διηγητικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)